Η Παρμεζάνα είναι από τα πιο γνωστά εμπορικά και πολυχρησιμοποιημένα τυριά του κόσμου. Ήδη οι Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρουν το Parmigiano-Reggiano σε σχέση με την περιοχή προέλευσής του.

 Τον Μεσαίωνα οι Κιστερκιανοί και Βενεδικτίνοι μοναχοί, έχουν προχωρήσει σε, προηγμένη τεχνολογικά αγροτική παραγωγή της ζωοτροφής, που αποτελεί και τον σημαντικότερο παράγοντα για την ποιότητα, την μεστή γεύση και την ικανότητα μακροχρόνιας ωρίμανσης του τυριού. Αποξεραίνουν μεγάλες εκτάσεις ελών, γύρω από τις όχθες του Πάδου ποταμού και καλλιεργούν ποικιλίες ζωοτροφών και τριφυλλιών σε μεγάλες ποσότητες, ικανές να θρέψουν και να παράξουν τεράστιες ποσότητες γάλακτος. Για ένα κεφάλι παρμεζάνα 40 κιλών χρειάζονται τουλάχιστον 600 λίτρα γάλα.

Τον 12ο  αιώνα ανθεί το εμπόριο-ανταλλαγή ποιοτικών τροφίμων μεταξύ των διαφόρων μοναστικών ταγμάτων της Ιταλίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Τα αποστάγματα, οι μπύρες, τα μεγάλα κόκκινα και αφρώδη κρασιά είναι εμπορεύσιμα  στις μέρες μας από τους ίδιους παραγωγούς. Οι μοναχοί-παραγωγοί-τυροκόμοι δεν περιορίζονται όμως στις ποσότητες, ερευνούν και ανακαλύπτουν στα τεράστια εργαστήρια, στις εγκαταστάσεις και τις κουζίνες τους ένα μυστικό. Με το διπλό ζέσταμα του γάλατος σε ελεγμένη θερμοκρασία πετυχαίνουν τυριά με μεγαλύτερη διατροφική αξία, καλύτερη ωρίμανση , διατήρηση και γευστική διάρκεια. Από τα μοναστήρια του Πάδου, το χρυσό αυτό, αμίμητο, τυρί θα φτάσει απαράλλακτο μέχρι σήμερα, 900 χρόνια μετά, χάρη στην αυστηρά ιερή τήρηση των κανόνων και της παράδοσης, να λογίζεται  από τα ακριβότερα και δυνατότερα τυριά στον παγκόσμιο χάρτη.

Η πιο ενδιαφέρουσα αναφορά στο τυρί της Πάρμας είναι αυτή στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, όπου  σε ένα φανταστικό γαστριμαργικό παράδεισο που ονομάζεται Bengodi, μάγειροι σπρώχνουν ζυμαρικά να κατρακυλήσουν από την κορυφή ενός βουνού από παρμεζάνα για να καλυφτούν με τυρί…. Έτσι μαθαίνουμε τη  χρήση του τυριού ως αρτύματος στα ζυμαρικά, ήδη από τον 14ο αιώνα! Από τον 15ο αιώνα η Παρμεζάνα αποτελεί στοιχείο εθνικής υπερηφάνειας για τους Ιταλούς.

Σε ένα βιβλίο συνταγών του 1543, ο Cristoforo di Messiburgo αναφέρει ότι σε ένα γεύμα που παρέθεσε, το έκτο πιάτο ήταν αποκλειστικά Parmigiano Reggiano, συνοδευμένο με σταφύλια και αχλάδια. Πολλοί περιηγητές επίσης το αναφέρουν στις διηγήσεις τους. Είναι γνωστό από τους βιογράφους του Μολιέρου, ότι στο τέλος της ζωής του είχε αποφασίσει να τρέφεται αποκλειστικά με 12 ουγκιές παρμεζάνα και 3 ποτηράκια πόρτο την ημέρα. Η επιλογή του δεν ήταν εντελώς παράλογη μιας και η παρμεζάνα έχει μεγάλη διατροφική αξία και μεγάλη περιεκτικότητα σε ασβέστιο και φώσφορο  που αφομοιώνονται τέλεια από τον οργανισμό. Το 1797 επίσης, ο Τζιάκομο Καζανόβα προτιμά να τρέφεται με μακαρόνια, ζαμπόν, αυγά και παρμεζάνα γιατί τα βρίσκει λέει παντού στην Ιταλία.

Οι περιγραφές γευμάτων της πλούσιας τοπικής κουζίνας, στα κατά τόπους πανδοχεία της Πάρμας του 14ου  αιώνα, που ήταν ότι είναι τα «γκουρμέ» εστιατόρια στις μέρες μας, αναφέρουν την προσθήκη της παρμεζάνας, στις σούπες, τα ορεκτικά, τα μαγειρεμένα λαχανικά, τις κοτολέτες, τα κυρίως πιάτα, τα επιδόρπια, τα παγωτά, με μπόλικη πια δόση φαντασίας.

Το τυρί αυτό, παρασκευαζόταν και στις δυο όχθες του Πάδου, τόσο στην Parma και τo Reggio όσο και στην Modena και την Mantua, όπως και στην επαρχία της Bologna, και ήταν γνωστό άλλοτε ως Parmigiano, άλλοτε ως Reggiano και άλλοτε με άλλο τοπωνύμιο.  Το 1934 οι παραγωγοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μια πρώτη κοινοπραξία για την κοινή προώθηση του τυριού, ενώ το 1954 συστάθηκε η κοινοπραξία Consorzio di Formaggio Parmigiano-Reggiano, και τα κεφάλια της παρμεζάνας φέρουν τη σφραγίδα Parmigiano-Reggiano, το επίσημο όνομα του τυριού.

Σήμερα, η παρμεζάνα είναι προϊόν ΠΟΠ, εξάγεται σε όλο σχεδόν τον κόσμο και, μαζί με τη μοτσαρέλα –mozzarella– είναι τα πιο γνωστά Ιταλικά τυριά.